ὁλόκνημος

ὁλόκνημος
ὁλό-κνημος, mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολόκνημος — ὁλόκνημος, ον (Α) 1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι ὁλομελεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + κνήμη (πρβλ. μονό κνημος)] …   Dictionary of Greek

  • ὁλόκνημοι — ὁλόκνημος with the whole shin masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”